νωθροκάρδιος

νωθροκάρδιος
νωθροκάρδιος, -ον (ΑΜ)
βραδύνους, νωθρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νωθρός + καρδία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νωθροκάρδιος — slow of heart masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νωθροκάρδιον — νωθροκάρδιος slow of heart masc/fem acc sg νωθροκάρδιος slow of heart neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νωθροκαρδίων — νωθροκάρδιος slow of heart masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νωθροκάρδιοι — νωθροκάρδιος slow of heart masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”